Γεράνι Αμμοχώστου
Όλη η γραφικότητα, η ομορφιά κι η χάρη συμπυκνωμένη σε μια λέξη
Στις νότιες πλαγιές
του Πενταδάκτυλου κάπου εκεί που σμίγει η χερσόνησος των Αγίων και των Ηρώων, η Καρπασία, με τη μεγάλη σιτομάνα Μεσαριά βρίσκεται το
χωριό μας, το Γεράνι Αμμοχώστου είκοσι, πέντε χιλιόμετρα βόρεια της πόλη της
Αμμοχώςτου. Πάνωθέ του στολίδι και κορόνα του η Καντάρα, το μοναδικό ορεινό θέρετρο της Επαρχίας
Αμμοχώστου όπου και το ονομαστό μοναστήρι της Παναγίας Παντανάσσης ή Παναγίας
της Κανταριώτισσας.
Νότια του η θάλασσα του Μπογαζιού γαλανή κι ακύματη τις πιο πολές μέρες του
χρόνου, καθάρια. Ριγούσε το κύμα απαλά
με το πρώτο ριπίδισμα του φθινοπωρινού αέρα. Παγνίδιζε φιλήδονα, ναζΙάρικα τα καλοκαίρια.
Εκεί γεννηθήκαμε. Ήμεροι οι μικροκάμποι, φιλικά τα βουναλάκια. Οι λόφοι είτε δασωμένοι
είτε γυμνοί ξεκούραζαν το μάτι με την εναλλαγή στο σχήμα και στο χρώμα. Ανάμεσά
τους κυλούσαν με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές οι χείμαρροι και τα ρυάκια
δίπλα από ελιές και χαρουπιές, πρίνα και
σχίνα, βουνίσιο θυμάρι και χαμομήλι και
ασφόδελους που μεθούσαν την ανάσα.
Μα ήταν και η
άνοιξη. Αχ!, αυτή η άνοιξη στο Γεράνι. Ένας
απέραντος πολύχρωμος ζωντανός τάπητας απλώνεται στους κάμπους και στους λόφους,
στις πλαγιές και στις λαγκαδιές, στις όχθες του Γαστρού ποταμού κι ως εκεί που
φθάνει ανθρώπου μάτι. Ζώνει από παντού τους λόφους, κυματίζει στις πλαγιές, πλημμυρίζει τις πεδιάδες, δίνει ψυχή στα άψυχα, κάνει τις πέτρες να μιλούν, το χώμα να κινείται, τα δέντρα και τα σπαρτά να τραγουδούν.
Γενιές και γενιές δουλέψαμε τούτη τη γη. Την ποτίσαμε με ποτάμια ίδρωτα. Την
αγαπήσαμε σαν μάνα το παιδί της. Μα μάνα ήταν αυτή ! Αυτή μας γέννησε, μας νανούρισε, μας έθρεψε, μας ανάστησε, γίναμε ένα μαζί της. Αυτή ένιωθε την αγάπη μας
και μας αντάμειβε. Ποτέ δεν είχαμε παράπονο. Λάδι, χαρούπια, σιτηρά, βαμβάκι και σησάμι, άνυδρα κηπευτικά και άλλα προϊόντα της
κυπριακής γης γέμιζαν τις αποθήκες. Και το εισόδημα συμπληρωνόταν μ' ό,τι
έδιναν τα οικόσιτα ζώα, οι κατσίκες, τα
πρόβατα, τα πουλερικά κι οι καματερές
αγελάδες.
Οι άνθρωποι ήταν όλοι του μόχθου και της σκληρής δουλειάς. Χάραμα, σουρούπωμα. Πράα τα πρόσωπα, ήρεμα, γαλήνια.
Την αποστολή στη γη έτσι την ένιωθαν: να δουλεύουν τίμια, να τιμούν το Θεό και την πατρίδα, να δίνουν χέρι βοήθειας στο συνάνθρωπό τους
και να μεγαλώνουν σωστά τα παιδιά τους: με βαθιά πίστη στο Θεό, με σεβασμό κι αγάπη για την πατρίδα, για τις πανανθρώπινες Αρχές και Αξίες. Κι
ήσυχοι πιά πως τούτη την αποστολή στη γη, που την είχαν πάνω απ' όλα, δεν είχαν κανένα παράπονο κανένα, καμιά βαρυγκωμιά απ' τη ζωή. Οι γέροντες
κάθονταν στον καφενέ, έβλεπαν τη φύτρα
τους ν' ακολουθεί σίγουρο δρόμο και κοίταζαν κατάματα το χάρο. Δεν τον
φοβούνταν. Γίνονταν ίδιοι με το χώμα, με
το τρεχούμενο νερό. Αθάνατοι. Γέννησαν τα παιδιά τους, αυτά τα εγγόνια κι ύστερα έρχονταν τα
δισέγγονα. Κι η ζωή, ίδια κι απαράλλακτη
για αιώνες, συνεχιζόταν.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει κάθε απόγευμα Σαββάτου εκείνα τα γλυκόλαλα
καμπανοκτυπήματα, καλέσματα για τον εσπερινό.
Έβγαιναν καλοντυμένοι οι νοικοκυραίοι με τα παιδιά και τους γέροντες γονείς κι
έπαιρναν δρόμο για την Αγία Αικατερίνη να λειτουργηθούν, ν' ανάψουν το κερί τους στους αγίους, να προσευχηθούν, συνήθεια καλά ριζωμένη πάππου προς πάππου. Κυριακή
και γιορτή και πάλι για την εκκλησιά τραβούσαν, πάνω απ' όλα το καθήκον απέναντι στο
Δημιουργό.
Ήταν πάντα
ολιγόψυχο το Γεράνι. Αριθμούσε γύρω στις 350 ψυχές το 1974. Έχει όμως να
σεμνύνεται ότι έχει προσφέρει στην ευρύτερη ζωή του τόπου μας πολλά παιδιά του
που καταξιώθηκαν σε πολλούς τομείς: στην εκπαίδευση, στις επιστήμες, στη δημόσια ζωή, στο εμπόριο, στον αθλητισμό και στην πολιτική ακόμη.
Έδωσε ολόψυχα το παρόν του σ' όλους τους σύγχρονους αγώνες του ελληνισμού για
την ελευθερία. Μετρούμε εθελοντικές συμμετοχές στους Βαλκανικούς αγώνες καθώς
και στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι Γερανιώτες διακρίθηκαν για τη δράση τους
κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση του λαού το 1931 κατά του Άγγλου δυνάστη καθώς
και στο μεγάλο ξεσηκωμό, τον επικότερο
αγώνα του ελληνισμού της Κύπρου, τον
αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Τομεάρχη Καρπασίας ότι η
ομάδα δολιοφθορέων Γερανίου πέτυχε το ακατόρθωτο, να ανατινάξει αγγλική ναρκοσυλλέκτιδα στο
δρόμο Γερανίου Καντάρα, στις 14
Νοεμβρίου 1958.
Κέντρο κάθε
κοινωνικής εκδήλωσης ήταν η πλατεία του Γερόλακκου στη διασταύρωση που οδηγεί
νότια προς τον Άγιο Ηλία, βόρεια προς
την Καντάρα, ανατολικά προς το Όβγορος
και δυτικά, από δύο δρόμους προς τα
Άρδανα. Γύρω από την πλατεία βρισκόταν ο Ιερός ναός της Αγίας Αικατερίνης, κτίσμα του 1880, το παλιό και το καινούριο Δημοτικό Σχολείο, το οίκημα του Θ.Ο.Ι - Θρησκευτικό Ορθόδοξο
Ίδρυμα - το Συνεργατικό Παντοπωλείο και σε απόσταση αναπνοής τα καφενεία του
χωριού και η Συνεργατική Πιστωτική Τράπεζα.
Στο κέντρο του
χωριού βρισκόταν το εκ βάθρου ανεγερθέν παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, το οποίο καταστράφηκε από ανεμοστρόβιλο που
έπληξε το χωριό το φθινόπωρο του 1961. Στα δυτικά, επί της κορυφής λόφου, που δέσποζε όλης της γύρω περιοχής, βρισκόταν το ξωκκλήσι της Παναγίας της
Ευαγγελίστριας.
Χρησιμοποιείται ο
αόριστος στην αναφορά των Ιερών τόπων λατρείας που υπάρχουν στην κοινότητα, γιατί
ο μεν Ιερός ναός της Αγίας Αικατερίνης, προστάτιδας της κοινότητας, αφού έχει δεχθεί όλη την εκδικητική μανία των
εποίκων που κατοικούν το χωριό έχει καταστεί ερείπια και σήμερα είναι άδειο
οικόπεδο, όπως και το από ανατολάς παλαιό νεκροταφείο, όπου σταθμεύουν γεωργικά
μηχανήματα. Είναι αυτά που εγκατέλειψαν οι χωριανοί με τη φυγή του 1974 και
σήμερα τα χρησιμοποιούν οι έποικοι. Ο Ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου έχει
μετατραπεί σε τζαμί το δε ξωκκλήσι της Παναγίας σε αποθήκη σανού.
Τίποτε σήμερα δεν
μαρτυρεί στον επισκέπτη το όλο ομορφιά και γραφικότατα καρπασίτικο χωριό. Αποψιλώθηκαν
τα δένδρα, οι έποικοι μαγειρεύουν ακόμη
με τα ξύλα, χαλάστηκαν τα πιο πολλά
σπίτια, λες και ξηλώθηκαν κι οι δρόμοι
και μένει εκεί σαν ένα άταφο κουφάρι να το τσιμπολογούν τα λογής όρνια.
Παναγιώτης Παπαγεωργίου.